- ολυμπιακός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στην Ολυμπία ή τα Ολύμπια: Ολυμπιακοί αγώνες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Ὀλυμπιακός — Olympian masc nom sg Ο)λυμπιακός Olympian masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολυμπιακός — Αθλητικό σωματείο του Πειραιά, του οποίου ο πλήρης τίτλος είναι Ολυμπιακός Σύνδεσμος Φιλάθλων Πειραιώς. Έχει τμήματα ποδοσφαιρικό, ναυτικό και κλασικού αθλητισμού, αλλά είναι γνωστό βασικά για την ιδιαίτερη επίδοσή του στο ποδόσφαιρο. Το σωματείο … Dictionary of Greek
Ὀλυμπιακῶν — Ὀλυμπιακός Olympian fem gen pl Ὀλυμπιακός Olympian masc/neut gen pl Ο)λυμπιακός Olympian fem gen pl Ο)λυμπιακός Olympian masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀλυμπιακόν — Ὀλυμπιακός Olympian masc acc sg Ὀλυμπιακός Olympian neut nom/voc/acc sg Ο)λυμπιακός Olympian masc acc sg Ο)λυμπιακός Olympian neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀλυμπιακαῖς — Ὀλυμπιακός Olympian fem dat pl Ο)λυμπιακός Olympian fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀλυμπιακαί — Ὀλυμπιακός Olympian fem nom/voc pl Ο)λυμπιακός Olympian fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀλυμπιακοῖς — Ὀλυμπιακός Olympian masc/neut dat pl Ο)λυμπιακός Olympian masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀλυμπιακοί — Ὀλυμπιακός Olympian masc nom/voc pl Ο)λυμπιακός Olympian masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀλυμπιακοῦ — Ὀλυμπιακός Olympian masc/neut gen sg Ο)λυμπιακός Olympian masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀλυμπιακούς — Ὀλυμπιακός Olympian masc acc pl Ο)λυμπιακός Olympian masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)